- προσεπιφθεγγομαι
- προσεπιφθέγγομαιπροσ-επιφθέγγομαιкроме того говорить, добавлять (к сказанному)
(τι Polyb.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τι Polyb.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
προσεπιφθέγγομαι — Α 1. προσθέτω, αναφέρω κάτι ακόμη 2. φανερώνω επίσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπιφθέγγομαι «ομιλώ, επιλέγω»] … Dictionary of Greek
προσεπιφθέγγομαι — πρόσ ἐπιφθέγγομαι utter after pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)